Vassiliki, Greece
× Αρχική Ξενοδοχείο Δωμάτια Νέα Λευκάδα Επικοινωνία

Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η Λευκάδα είναι το 4ο σε μέγεθος νησί του Ιονίου και χωρίζεται από την απέναντι Βορειοδυτική Ακαρνανία με μια αβαθή λιμνοθάλασσα και μια στενή διώρυγα. Έχει έκταση 302,5 τ.χ. και 23.000 κατοίκους περίπου.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Τα ανθρώπινα ίχνη στη Λευκάδα ξεκινούν από την παλαιολιθική εποχή. Ο Γερμανός αρχαιολόγος W. Dorpfeld, συνεργάτης του Ερρίκου Σλήμαν στην ανασκαφή της Τροίας, αναζήτησε στο νησί τεκμήρια για να στοιχειοθετήσει τη θεωρία του ότι η Λευκάδα είναι η ομηρική Ιθάκη και μετά από αρχαιολογικές έρευνες στις αρχές του 20ού αιώνα στο Νυδρί, έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα από την εποχή του Χαλκού (2.000 π.Χ. περίπου), από τη Μέση Παλαιολιθική εποχή μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ., τα οποία μπορείτε να δείτε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.

Η Λευκάδα, από τον 7ο αιώνα π.Χ., που έγινε αποικία των Κορινθίων ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, ήταν συνδεδεμένη πολιτικά με την πόλη της Κορίνθου και την ακολούθησε σ’ όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής: τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τη μάχη των Πλαταιών, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως σύμμαχος των Σπαρτιατών, την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Στα τέλη του 7ου αιώνα ιδρύθηκε η πόλη «Λευκάς», η πρωτεύουσα του νησιού. Στην Ελληνιστική εποχή η Λευκάδα προσχώρησε στο «Κοινό των Ακαρνάνων» κι έγινε η πρωτεύουσα του (272-167 π.Χ.). Παρά το ότι το 197 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, της έδωσαν αυτονομία και κυρίως δεν υπέκυψαν στις πιέσεις των συμμάχων τους Αιτωλών να τους την παραχωρήσουν. Η Λευκάδα ήταν ένα στρατηγικό σημείο του Ιονίου και οι Ρωμαίοι δεν ήθελαν να την χαρίσουν στους άπληστους συμμάχους τους. Έτσι η Λευκάδα συνέχισε να ηγείται του «Κοινού των Ακαρνάνων».

Μετά την ήττα του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα το 168 π.Χ., οι Ρωμαίοι πήραν τη Λευκάδα από την ακαρνανική ομοσπονδία, κάνοντας την έτσι μια μικρή πολιτεία που είχε την πολιτική της αυτοτέλεια υπό φιλορωμαϊκή διοίκηση ως το 146 π.χ., οπότε με την ήττα της Αχαϊκής συμπολιτείας στον Ισθμό της Κορίνθου, η Ρώμη έγινε απόλυτος κύριος του ελληνικού χώρου και ρύθμιζε τα πολιτικά του πράγματα κατά τη βούληση της.

Στα ρωμαϊκά χρόνια ανοικοδομείται το αρχαίο τείχος της πόλης και πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μια λίθινη γέφυρα μήκους 700 μέτρων που ένωνε την πόλη της Λευκάδας με την Ακαρνανία στη θέση «Ρούγα», τα ερείπια της οποίας βρέθηκαν στην ανασκαφή της νέας διώρυγας το 1900 περίπου.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Στα βυζαντινά χρόνια η Λευκάδα ήταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά τον χωρισμό του κράτους (395 μ.Χ.) ανήκε στο Ανατολικό Κράτος και συνέχισε να ανήκει διοικητικά στην Ήπειρο. Από τα χρόνια του Ηρακλείου, που εισήχθη ο θεσμός των θεμάτων, η Λευκάδα προσαρτήθηκε στο θέμα Κεφαλληνίας.

Στην υστεροβυζαντινή εποχή (1204-1294 μ.Χ.), η Λευκάδα ήταν τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η μεσαιωνική πρωτεύουσά της, οικοδομήθηκε κι αυτή στο λόφο του «Κούλμου», στα ερείπια της αρχαίας πόλης, που τον 6ο μ.Χ. αιώνα, έχοντας κλείσει μια χιλιετία ζωής, καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό. Η νέα πρωτεύουσα υπήρχε μέχρι τον 12ο αιώνα και μετά ερημώθηκε, από ότι μας δείχνουν οι πηγές. Στο διάταγμα του 1355, με το οποίο ο Βαλτέρος Βρυέννιος παραχώρησε στον Γρατιανό Τζώρτζη τη δεσποτεία της Αγίας Μαύρας, δεν γίνεται καμία μνεία για άλλο κάστρο πλην του κάστρου της Αγίας Μαύρας, δηλαδή του σημερινού.

ΔΥΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Τον 11ο αιώνα τα Επτάνησα, σταδιακά, έπεσαν στα χέρια δυτικών επιδρομέων. Η Λευκάδα, που ήταν τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δώθηκε το 1294 ως προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, γιο του κόμητα της Κεφαλληνίας, ο οποίος έκτισε το πρώτο κομμάτι του κάστρου της Αγίας Μαύρας, που υπάρχει μέχρι σήμερα στην είσοδο του νησιού. Το 1331 ο έκπτωτος Δούκας των Αθηνών Βάλτερος Βρυέννιος υποτάσσει τη Λευκάδα στους Ανδεγαυούς της Νεάπολης, ενώ το 1355 την παραχωρεί στον έμπιστό του και οικονομικό του «χορηγό» Γρατιανό Τζώρτζη από τη Βενετία, επί των ημερών του οποίου το 1357 ξεσπάει η εξέγερση των χωρικών του νησιού, η «επανάσταση της βουκέντρας», από την οποία τον 19ο αιώνα εμπνεύστηκε ο Λευκάδιος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης να γράψει το έργο του “Φωτεινός”. Το διάστημα 1362-1479 η Λευκάδα ήταν μέρος της επικράτειας των Τόκκων. Τότε η πρωτεύουσα, με την ονομασία Αγία Μαύρα πλέον, μεταφέρθηκε μέσα στο Κάστρο και στις δύο συνοικίες ανατολικά (η «Άλλη Μεριά») και δυτικά (η «Χώρα») του Κάστρου.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Το 1479 την κατακτούν οι Οθωμανοί, το 1502-1503 βρίσκεται σε ενετική κυριαρχία και περνάει ξανά στα χέρια των Οθωμανών μέχρι το 1684. Τότε χτίστηκε το υδραγωγείο με τις 360 καμάρες, που έφερνε νερό στο Κάστρο, δηλαδή την πρωτεύουσα Αγία Μαύρα και τις δύο συνοικίες της, περνώντας μέσα από τη λιμνοθάλασσα. Τα ερείπιά του φαίνονται αριστερά στο δρόμο προς την κινητή γέφυρα, που συνδέει την Λευκάδα με την Ακαρνανία. Ο αγωγός ξεκινούσε από τη Μεγάλη Βρύση, περνούσε από τον κεντρικό δρόμο της Αμαξικής (ο σημερινός κεντρικός δρόμος της πόλης, το «παζάρι») κι έδινε νερό σε πέντε βρύσες, που από αυτές υπάρχει μέχρι σήμερα η γνωστή «Κάτω Βρύση» στο δυτικό πεζοδρόμιο της κεντρικής οδού της πόλης, βόρεια της κεντρικής πλατείας, 50 μέτρα περίπου από το τέλος του δρόμου στην παραλία.

ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ

Το 1684 την κατέλαβαν οι Ενετοί και μετέφεραν την πρωτεύουσα Αγία Μαύρα στη σημερινή της θέση που τότε ονομαζόταν «Αμαξική». Έκτοτε η τύχη της Λευκάδας ήταν ίδια με των άλλων Ιονίων νήσων. Υπό τη σημαία της Βενετίας, τα νησιά του Ιονίου είχαν πρώτη φορά πολιτική ενότητα. Η ενετική πολιτική προσαρμόστηκε στα τοπικά ήθη κάθε νησιού. Αναγνώρισε παλιότερα προνόμια, υιοθέτησε θεσμούς κι επέτρεψε τοπική αυτονομία και δημιουργία τοπικής αριστοκρατίας. Έτσι τα Επτάνησα, εκτός από ομοιότητες από την κοινή πολιτική πορεία, είχαν και διαφορές Η Κέρκυρα και η Κεφαλλονιά είχαν δυο διαφορετικά διοικητικά συστήματα. Στην Κέρκυρα ήταν έντονο το αριστοκρατικό στοιχείο ενώ στην Κεφαλλονιά κυριαρχούσε το λαϊκό στοιχείο. Η Λευκάδα διοικόταν με δικό της Καταστατικό Χάρτη, «τα προνόμια της Κοινότητας της Αγίας Μαύρας» που της παραχώρησε ο Μοροζίνι το 1684.

Κυρίαρχη τάξη ήταν οι nobili, οι «ευγενείς» ή «άρχοντες», που είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία και ήταν μικρή μειοψηφία, αρχικά μόνο 70 οικογένειες. Μόνο αυτοί είχαν πολιτικά δικαιώματα. Η δεύτερη τάξη ήταν οι αστοί: έμποροι, που είχαν σπίτι στην πόλη και περιουσία στον κάμπο, γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί και λέγονταν signori κι επίσημα notabili, χωρίς πολιτικά δικαιώματα αλλά με κοινωνικό κύρος. Ακολουθούσαν τα κατώτερα στρώματα της δεύτερης τάξης: οι μικροκτηματίες της περιοχής του κάμπου της πόλης, που έμεναν στην πόλη, και οι χειρώνακτες επαγγελματίες (ξυλουργοί, χτίστες, βυρσοδέψες, ράφτες, σανδαλοποιοί, σαπωνοποιοί κ.α.). Κατώτατοι στην κοινωνική κλίμακα ήταν οι μικροαλιείς, οι μεταφορείς και οι χωρίς μόνιμη εργασία: οι «μπουρανέλλοι». Κάποιοι μεγαλοκτηματίες της υπαίθρου, μερικοί από τους οποίους έμεναν και στην πόλη, ήταν οι «αφέντες» της περιοχής, είχαν προστάτες τους άρχοντες της πόλης και κολίγους στα κτήματά τους. Οι περισσότεροι ήταν οι ελεύθεροι μικροκτηματίες γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι. Ζούσαν επίπονα και στερημένα από την εκμετάλλευση των αρχόντων και των Ενετών. Πολύ λιγότεροι ήταν οι κολίγοι, που καλλιεργούσαν τα κτήματα των κτηματιών. Στην ύπαιθρο ζούσε το 80% του πληθυσμού.

Το ενετικό σύστημα διακυβέρνησης εκσυγχρόνισε τη δημόσια ζωή, ίδρυσε δικαστήρια κι έβαλε βάσεις για την οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών, αλλά δεν έπαψε όμως να είναι ένα σύστημα ολιγαρχικό, που επέβαλε οικονομική και πολιτική κυριαρχία της μειοψηφίας σε βάρος των πολλών.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΓΑΛΛΟΙ- ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΟΙ- ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΓΑΛΛΟΙ

Το 1797 ο Ναπολέων Βοναπάρτης διαλύει την Ενετική Πολιτεία και τα Επτάνησα ανήκαν πια στη Δημοκρατική Γαλλία, με την συνθήκη του Campo-Formio. Ο ενθουσιασμός όμως και οι ελπίδες των Επτανήσιων, από τα κηρύγματά της περί ελευθερίας, γίνεται σύντομα δυσαρέσκεια από τα αυστηρά οικονομικά μέτρα τους.

Η γαλλική κυριαρχία ήταν όμως σύντομη. Τον Οκτώβριο του 1798, ο ενωμένος κατά της Γαλλίας Ρωσοτουρκικός στόλος καταλαμβάνει τα Επτάνησα και τον Απρίλιο του 1899 οι ναύαρχοί του ιδρύουν την αυτόνομη Πολιτεία των Επτανήσων, με έδρα την Κέρκυρα.

Με την συνθήκη της Κων/πόλης στις 21 Μαρτίου 1800 μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ρωσίας αναγνωρίζονται επίσημα τα Επτάνησα ως ενιαίο αυτόνομο κράτος υπό την προστασία και κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Η επίσημη ονομασία του είναι «Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νησιών» και θα το κυβερνούσαν οι «πρόκριτοι» και οι «επιφανείς» του τόπου. Είναι το πρώτο ελληνικό κράτος μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 π.χ.- έστω όχι ανεξάρτητο αλλά τυπικά και ουσιαστικά, ημιαυτόνομο και φόρου υποτελές στο Σουλτάνο.

Νέα αλλαγή της διεθνούς θέσης των Επτανήσων έγινε το 1807, με την συνθήκη του Τίλσιτ παραχωρήθηκαν στην αυτοκρατορική πλέον Γαλλία του Ναπολέοντα κι έγιναν γαλλική επαρχία αλλά για λίγο χρονικό διάστημα: από το 1809 μέχρι το 1914 που ο αγγλικός στόλος τα κυρίευσε ένα-ένα με τελευταία την Κέρκυρα. Η Λευκάδα κυριεύθηκε τον Απρίλιο του 1810.

ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Το Νοέμβριο του 1815, με τη συνθήκη των Παρισίων μεταξύ Ρωσίας κι Αγγλίας τα Ιόνια νησιά ήταν τυπικά ελεύθερα κι ανεξάρτητα με το όνομα «Ενωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων» υπό την Προστασία της Μεγάλης Βρετανίας-στην πραγματικότητα ήταν βρετανικό προτεκτοράτο. Το νέο Σύνταγμα επιβλήθηκε από τον αυταρχικό πρώτο Λόρδο Αρμοστή Μαίτλαντ, που ήταν ανελεύθερο και που συνοδευόμενο από αυταρχική διακυβέρνηση, έφερε αντιδράσεις κι εξεγέρσεις, όπως η στάση των χωρικών της Λευκάδας το 1819, που κατεστάλη με ιδιαίτερη σκληρότητα.

Η Προστασία κράτησε ως το 1864. Την εποχή αυτή οργανώθηκε σοβαρό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης με τρεις βαθμίδες, το πρώτο στην Ελλάδα. Στη Λευκάδα ιδρύθηκε το 1829 το «Δευτερεύον Σχολείο Λευκάδος», το ονομαστό της Γυμνάσιο με πρώτο διευθυντή τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Η Προστασία, συνήθως αυταρχική και καταπιεστική, αναγκάστηκε μερικές φορές να δείξει δημοκρατικό πρόσωπο όπως με τις μεταρρυθμίσεις του Αρμοστή Seaton στο τέλος της δεκαετίας 1840-50. Τελικά αποδέχτηκε τη θέληση του Επτανησιακού λαού για Ένωση, παίρνοντας ως αντάλλαγμα, να προσαρμόσει κάποιες πλευρές της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος και του εσωτερικού καθεστώτος της στις δικές της βλέψεις.

Με τη συνθήκη στις 13 Ιουλίου 1863, η Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Δανία, όρισαν βασιλιά της Ελλάδας τον Γ. Γλύξμπουργκ και της παραχώρησαν τα Επτάνησα. Την 1η Αυγούστου υπέγραψαν το πρωτόκολλο της παραχώρησης, με τον όρο να συναινέσει η ΙΓ΄ Ιόνια Βουλή, που εκλέχτηκε ειδικά για αυτό. Στη συνεδρίαση της ΙΓ΄ Βουλής, 5 Οκτωβρίου 1863, διαβάστηκε το ψήφισμα για την Ένωση που είχε συντάξει ο βουλευτής Λευκάδας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Με τις συνθήκες στις 14/11/1863 και 17/5/1864 επισημοποιήθηκε η παραχώρηση των Επτανήσων. Στις 21 Μαΐου 1864 ο Αρμοστής Ερρίκος Στορξ παρέδωσε στον απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρ. Ζαΐμη τα Επτάνησα. Στη Λευκάδα το πρωί εκείνο, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο φρούριο της Αγίας Μαύρας. Στις 6 το πρωί η αγγλική φρουρά μπήκε στη φρεγάτα «Μάγισσα» και στις 8 έφτασαν ο Μητροπολίτης Γρηγόριος και ο Έπαρχος Μάρκος Τσαρλαμπάς. Η αγγλική σημαία υπεστάλη, τα κλειδιά του φρουρίου παραδόθηκαν, ο Άγγλοι έφυγαν κι ο ΄Επαρχος ύψωσε την Ελληνική σημαία, που τη χαιρέτησαν 21 κανονιοβολισμοί της «Μάγισσας». Ήταν η πρώτη μέρα της ελευθερίας της Λευκάδας κι όλων των Επτανήσων.

Στην περίοδο της Προστασίας δυνάμωσε η αστική τάξη. Υπήρχαν από τη μια, το «αρχοντολόι», δηλαδή οι μεγαλοκτηματίες και οι σύμμαχοί τους των ανωτέρων αστικών στρωμάτων, κι από την άλλη το «πόπολο», δηλαδή όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα και που την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία είχαν οι φωτισμένοι αστοί, ιδίως οι διανοούμενοι. Γενικά, συνεχιζόταν η κοινωνική διαστρωμάτωση της Ενετοκρατίας, αλλά στα τέλη της περιόδου της Προστασίας άρχισε να μειώνεται η δύναμη των κτηματιών-αρχόντων και να εμφανίζονται νέα αστικά στρώματα, που ασχολούνταν με το εμπόριο. Οι πιο ισχυροί ήταν οι «εμποροκτηματίες», που από το 1850 περίπου άκμασαν πολύ. Μεγάλωσε επίσης το στρώμα των επαγγελματιών της αγοράς, διαφόρων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, που ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης, το λαϊκό στοιχείο της, το «popolo». Τέλος αυξήθηκαν οι «υπάλληλοι», ένα κοινωνικό μόρφωμα με ασαφή όρια. Στην ύπαιθρο, συνέχιζαν να υπάρχουν κτηματίες και οι γεωργοί να είναι το μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου, γύρω στο 80%.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Το 1864 η Λευκάδα και η Ιθάκη αποτέλεσαν το Νομό Λευκάδος. Με νόμο του 1866 ο Νομός καταργήθηκε κι έγινε επαρχία του Νομού Κέρκυρας ως το 1899 που με νέο νόμο ξανάγινε νομός μαζί με τα νησιά Μεγανήσι, Ιθάκη, Κάλαμο και Καστό. Το 1909 ο νομός αυτός καταργήθηκε πάλι και η Λευκάδα με το Μεγανήσι αποτέλεσαν την Επαρχία Λευκάδος του Νομού Κερκύρας. Το 1945 η Λευκάδα και το Μεγανήσι αποτέλεσαν την Επαρχία Λευκάδος του Νομού Πρεβέζης. Το 1946 ξανασυστήνεται ο Νομός, που περιλαμβάνει τη Λευκάδα, Ιθάκη, Μεγανήσι, Κάλαμο και Καστό. Ο νομός μένει ως σήμερα με τη διαφορά ότι η Ιθάκη με νόμο του 1976 πήγε στο Νομό Κεφαλληνίας.

Στην Κατοχή η Λευκάδα, όπως κι όλα τα Επτάνησα, από το 1941 μέχρι το 1943 ανήκαν στους Ιταλούς, που με τη συνθηκολόγησή τους πέρασε στην κατοχή της Γερμανίας ως το 1944. Η αντίσταση των κατοίκων ήταν γενναία και καλά οργανωμένη. Ακολούθησε η εμφύλια σύγκρουση την περίοδο των «Δεκεμβριανών», η ταραγμένη πολιτική περίοδος μετά και τέλος ο εμφύλιος πόλεμος, πολύ σκληρός στο νησί. Για να κλείσουν τις πληγές τους οι άνθρωποι πέρασαν πολλά χρόνια.

Στην περίοδο μετά την Ένωση, η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν από τη μια οι «δυνατοί», κι από την άλλη ο «λαός», που περιλαμβάνει όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα και που την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία είχαν οι φωτισμένοι αστοί, παρά τις πολιτικές αλλαγές, όπως η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου σε όλους τους άρρενες.

Οι κτηματίες-άρχοντες υπήρχαν ακόμα, αλλά η ισχύς τους σταδιακά υποχώρησε κι αναγκάστηκαν να κάνουν επιγαμίες με τους οικονομικά ισχυρούς, δηλαδή, τους αστούς-εμποροκτηματίες.

Οι αστοί δυνάμωσαν με το χρόνο κι αυξήθηκαν αριθμητικά. Ήταν κοινωνικό στρώμα ανομοιογενές που περιλάμβανε μεγαλέμπορους, εμπόρους, μικρέμπορους, επιστήμονες επαγγελματίες όπως γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κ.α., τους υπαλλήλους όπως εκπαιδευτικοί, τους «κατώτερους» ελεύθερους επαγγελματίες όπως αχθοφόροι, ιχθυοπώλες, καφεπώλες, κουρείς, κρεοπώλες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, παντοπώλες, ράφτες, αρτοποιοί κ.α. και τέλος στη βάση της πυραμίδας πάντα το εξαθλιωμένο πόπολο της πόλης, οι μπουρανέλοι. Οι μεγαλέμποροι ή «εμποροκτηματίες» η κοινωνική ελίτ, ασχολείται με οικονομικές δραστηριότητες (ναυτιλιακές, χρηματιστηριακές κ.α.), απόκτησε μεγάλη οικονομική δύναμη, επένδυσε σε πάσης φύσεως ακίνητα (εξ’ ου ο όρος «εμποροκτηματίες»), έκανε επιγαμίες με τους αποδυναμωμένους «άρχοντες», ανέβαινε κοινωνικά και πολιτικά κι έγινε η ισχυρότερη κοινωνική ομάδα. Η παρακμή τους ήρθε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η επόμενη κοινωνική ελίτ είναι η «καθαρά αστική τάξη της Λευκάδας: οι έμποροι, οι μεσίτες, οι βιοτέχνες και οι βιομήχανοι», που ανέπτυξαν το νησί. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε την παρακμή κι αυτής της ελίτ και την κάθοδο των χωρικών στη πόλη, που αγόραζαν με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων συγγενών τους τις περιουσίες των προηγούμενων, έγιναν η νέα εμπορική αστική τάξη της πόλης κι άλλαξαν εντυπωσιακά την κοινωνική σύνθεση της.

Οι γεωργοί εξακολουθούσαν να είναι η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, που συνέχιζε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να δέχεται σκληρή εκμετάλλευση από τις άρχουσες ελίτ. Από το 1870 το κρασί ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της αγροτικής παραγωγής. Η τιμή του ήταν πολύ υψηλή, γιατί η ζήτησή του διεθνώς ήταν μεγάλη λόγω της καταστροφής των αμπελιών της Γαλλίας από φυλλοξήρα την ίδια εποχή. Έτσι η αμπελοκαλλιέργεια εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Από το 1892 όμως ξέσπασε κρίση από τη μείωση της ζήτησής του και την καταστροφή των λευκαδίτικων αμπελώνων το 1900 από περονόσπορο με αποτέλεσμα τη μεγάλη μετανάστευση από τη Λευκάδα προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Οι αγώνες των οινοπαραγωγών έδωσαν κάποιες ανάσες στην αμπελοκαλλιέργεια αλλά το 1935 όμως ήρθε νέα έξαρση της κρίσης. Σ΄ αυτό το φορτισμένο κλίμα έγινε το πιο γνωστό συλλαλητήριο της τοπικής ιστορίας: το συλλαλητήριο των αμπελουργών την 1.9 και 1.10.1935, που κατέληξε σε επέμβαση Αστυνομίας και Στρατού και τον θάνατο τριών διαδηλωτών.

Μεταπολεμικά η αγροτική τάξη μειώθηκε κι από το 80% του πληθυσμού τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, έφτασε στο 60%. Παράλληλα όμως ανέβηκε οικονομικά με ταχείς ρυθμούς σε μια εποχή που ο τουρισμός ήταν πια η «βαριά βιομηχανία» του νησιού και οι γεωργικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν δραματικά. Με μια ματιά, φαίνεται ότι η οικονομική κατάσταση των παραθαλάσσιων κυρίως, αλλά όχι μόνο, τμημάτων της υπαίθρου από τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα, έχει βελτιωθεί σημαντικά.